- κατακλυσμιαίος
- -α, -ο1. αυτός που αναφέρεται στον κατακλυσμό, αυτός που έχει σχέση με την εποχή τού μεγάλου κατακλυσμού («κατακλυσμιαία ζώα»)2. (για βροχή) ο πολύ ραγδαίος και συνεχής, αυτός που φέρνει πολλά νερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλυσμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. βαθμ-ιαίος, γων-ιαίος). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.